cuvilheiro - ορισμός. Τι είναι το cuvilheiro
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cuvilheiro - ορισμός


Cuvilheira      
f.
Mulher, que servia particularmente pessôa nobre.
Camareira.
Pop.
Alcoviteira.
(Do lat. cubicularia)
cuvilheira      
sf (lat cubicularia)
1 Mulher que tem a seu cargo o serviço particular de pessoa nobre; cumareira.
2 pop Alcoviteira, bisbilhoteira, coscuvilheira.
cuvilheiro      
adj.s.m. (-sXV cf. AGC)
1 ant. que ou o que cuida do serviço doméstico de quarto
2 p.ext. que ou quem é dado a bisbilhotice; que ou quem se mostra curioso com a vida alheia; coscuvilheiro
-etim fem. substv. do lat. cubicularìus,a,um 'relativo a quarto, que cuida do quarto', p.ext., 'alcoviteiro'; ver cubo ; f.hist. sXV cuvilheira -sin/var ver sinonímia de fofoqueiro