duvidável - ορισμός. Τι είναι το duvidável
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι duvidável - ορισμός


Duvidador      
m.
Aquele que duvida.
(Do lat. dubitator)
duvidar      
(lat dubitare) vtd
1 Estar em dúvida sobre, ter dúvida de: Duvido que ele seja meu amigo. vtd e vint
2 Não acreditar, não admitir: Se alguém o duvidar que leia o processo
Ainda fico duvidando. vti e vint
3 Estar na dúvida ou incerteza, não estar convencido da verdade ou da existência de; não saber. vti e vint
4 Não confiar, ter suspeitas; descrer: Não estou duvidando de ninguém. É razoável duvidardes em coisas tão disparatadas. vti e vint
5 Hesitar: Não duvidei de lhe declarar corajosamente o meu voto. Duvidou a princípio, mas depois se resolveu. vint
6 Altercar, discutir, questionar
Antôn (acepções 1 e 2): crer.
duvidador      
/ô/ adj.s.m. (-1844 cf. MS 5 ) que ou o que duvida
-etim lat. dubitátor,óris 'id.'; ver dub- -sin/var ver sinonímia de desconfiado -ant ver antonímia de desconfiado