futricar - ορισμός. Τι είναι το futricar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι futricar - ορισμός


Futricar      
v. t.
Mercadejar.
Chatinar; negociar, trapaceando.
V. i. Prov. minh.
Realizar uma coisa aos poucos, aos bocadinhos.
(De futrica)
futricar      
(futrica+ar2) vtd
1 Chatinar, negociar trapaceando: Futricar compras e vendas. vtd
2 pop Comprometer, estragar, prejudicar: Futricar um plano, um programa. vtd
3 Intrigar: Vivia futricando os colegas, uns com outros. vint
4 Intrometer-se (em assuntos alheios) para atrapalhar e prejudicar.
futricar      
v. (-1899 cf. CF 1 ) infrm.
1 int. trapacear nos negócios; chatinar, mercadejar
costuma f., quando vende para turistas
2 t.d.int. agir de forma a prejudicar o avanço de algo; arruinar, atrapalhar
f. um negócio tanto futricou que o bom projeto não avançou
3 t.d. B provocar (alguém) de modo impertinente; importunar, pilheriar
4 int. B fazer intriga(s); mexericar, fuxicar
5 t.d. B m.q. futicar ('mexer')
-gram a respeito da conj. deste verbo, ver - icar
-etim futrica + -ar ; ver futric- -sin/var afutricar -hom futrica(3ªp.s.), futricas(2ªp.s.)/ futrica (s.f.) e pl.; futrico(1ªp.s.)/ futrico (s.m.) -par futicar(todos os tempos do v.)