jurador - ορισμός. Τι είναι το jurador
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι jurador - ορισμός


Jurador      
m. e adj.
O que jura.
(Lat. jurator)
jurador      
adj+sm (lat juratore) Que, ou aquele que jura, ou tem por hábito jurar
Fem: juradeira.
jurar      
(lat jurare) vtd
1 Afiançar, afirmar, assegurar, declarar ou prometer sob juramento: Jurou que era verdade. vti
2 Dar, prestar ou proferir juramento: ''Jurou de vingar a morte de seu sobrinho'' (Mário Barreto)
Jurar por Deus. vtd
3 Reconhecer mediante juramento: Os grevistas pretenderam jurar-me por seu cabeça. vtd
4 Afirmar cabalmente, afiançar, asseverar: Juramos defender a pátria. vtd
5 Invocar: ''Não jureis em vão o santo nome de Deus'' (Alex. Herculano). vti
6 Acreditar piamente: Jurou no depoimento das testemunhas. vtd
7 Protestar, votar: Aos opressores jurou ódio inexorável. vti
8 ''Praguejar: ''Em presença o louvavam e, voltando as costas, juravam contra ele'' (Pe. Antônio Vieira). vpr
9 Trocar juramentos: ''Juravam-se os dois sua eterna fidelidade'' (Machado de Assis). Jurar de calúnia: dar, prestar ou proferir juramento de calúnia
Jurar falso: afirmar ou declarar sob juramento uma falsidade
Jurar aos santos Evangelhos: prestar juramento, colocando sobre o Evangelho a mão direita
Jurar pela pele: ameaçar alguém; prometer vingança contra alguém.