Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
v. t. Declarar solennemente. Assegurar; afiançar. Affirmar ou prometer, invocando-se o nome de Deus ou de uma coisa que se reputa sagrada ou venerável. Protestar. Invocar. V. i. Prestar juramento. Praguejar. (Lat. jurare)
jurar
(lat jurare) vtd 1 Afiançar, afirmar, assegurar, declarar ou prometer sob juramento: Jurou que era verdade. vti 2 Dar, prestar ou proferir juramento: ''Jurou de vingar a morte de seu sobrinho'' (Mário Barreto)
Jurar por Deus. vtd 3 Reconhecer mediante juramento: Os grevistas pretenderam jurar-me por seu cabeça. vtd 4 Afirmar cabalmente, afiançar, asseverar: Juramos defender a pátria. vtd 5 Invocar: ''Não jureis em vão o santo nome de Deus'' (Alex. Herculano). vti 6 Acreditar piamente: Jurou no depoimento das testemunhas. vtd 7 Protestar, votar: Aos opressores jurou ódio inexorável. vti 8 ''Praguejar: ''Em presença o louvavam e, voltando as costas, juravam contra ele'' (Pe. Antônio Vieira). vpr 9 Trocar juramentos: ''Juravam-se os dois sua eterna fidelidade'' (Machado de Assis). Jurar de calúnia: dar, prestar ou proferir juramento de calúnia
Jurar falso: afirmar ou declarar sob juramento uma falsidade
Jurar aos santos Evangelhos: prestar juramento, colocando sobre o Evangelho a mão direita
Jurar pela pele: ameaçar alguém; prometer vingança contra alguém.
juro
REMUNERAÇÃO COBRADA PELO EMPRÉSTIMO DE RIQUEZA
Taxa de juro; Juros compostos; Juro composto; Juros Simples; Juros simples; Juros; Taxa de juros; Taxas de juros; Juro simples; Taxa básica de juros; Capitalização simples; Regime de capitalização simples; Capitalização Simples; Capitalização composta; Regime de capitalização composto; Juro compostos; Taxa de juros continuamente composta
sm (lat jure)
1 Taxa percentual incidente sobre um valor ou quantia, numa unidade de tempo determinado.
2 Remuneração que uma pessoa recebe pela aplicação do seu capital; interesse, rendimento de dinheiro emprestado.
3 fam Recompensa
J. compostos: os que são pagos sobre o capital e os juros, reunidos periodicamente a este; juros de juros
J. de mora: os que o devedor paga sobre a quantia devida, desde a data do vencimento do débito até o dia em que faz o pagamento. J. flutuante, Econ: juros que não são fixos, variando de acordo com taxas interbancárias. J. simples: os que são pagos apenas sobre o capital empregado, conservando-se este constante durante o período de transação.
1. Pyongyang, 10 de enero (ATCC) –– En estos dias prosiguen en las ciudades y distritos los mitines para jurar la implementacion consecuente de las tareas combativas indicadas en el editorial conjunto de los periodicos principales de Corea.