Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
f. Acto ou effeito de lastimar. Compaixão. Desgraça. Aquillo que merece compaixão. Lamentação. Deprec. Coisa ou pessôa inútil, sem préstimo.
lástima
s.f.
(-sXV cf. FichIVPM) ato ou efeito de lastimar(-se)
1
sentimento de pena; compaixão, dó
o estado dele é de causar l.
2
p.met.
aquilo que merece ser lastimado; mal
é uma l. que você tenha que ir embora
3
lamentação interminável; queixa, lamúria
desfiar um rosário de l.
4
revés da fortuna; desgraça, desdita, infortúnio
viveu l. atrozes
5
fig.
pessoa ou objeto sem préstimo
teve um professor que era uma l.
-etim
regr. de
lastimar
; f.hist. sXV
lastema
, 1594
lastima
-sin/var
ver sinonímia de
comiseração
,
desdita
e
lamentação
-ant
ver antonímia de
desdita
-par
lastima(fl.lastimar)
lástima
sf (der regressiva de lastimar)
1 Ato ou efeito de lastimar.
2 Compaixão.
3 Aquilo que merece compaixão.
4 Miséria, infortúnio.
5 Choro, lamentação.
6 pop Coisa ou pessoa inútil, sem préstimo.
1. The midday ritual that has played out for centuries on shaded terraces, under silk sheets, or on couches is giving way to more modern work habits and – qué lástima! – sleepless afternoons.