nutritivo - ορισμός. Τι είναι το nutritivo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι nutritivo - ορισμός


Nutritivo      
adj.
Que serve para nutrir.
Que nutre; nutriente.
nutritivo      
adj (lat nutritu+ivo)
1 Que serve para nutrir; que nutre; nutriente.
2 Que exerce as funções de nutrição.
3 Que diz respeito à nutrição.
nutritivo      
adj. (-sXV cf. FichIVPM)
1 que nutre, que tem a propriedade de nutrir, de alimentar [sin.: alimentício, nutrício, nutriente, nutrimental, nutritício, nutrítico]
substância n.
2 relativo a nutrição; nutrício, nutricional
o poder n. do feijão
-etim lat.medv. nutritívus,a,um 'id.', do rad. de nutrítum , supn. de nutríre 'alimentar, nutrir'; ver nutr(i/o)- ; f.hist. sXV nutritiua -ant desnutritivo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για nutritivo
1. El pato es facil de criar y da carne y huevo de alto valor nutritivo y resulta un renglon aviar de gran eficacia economica, dijo el y senalo la necesidad de desenvolver en gran medida la cria de esta ave.
2. Viendo diversos alimentos sabrosos de alto valor nutritivo que se producen en cadena, evaluo altamente los meritos de los funcionarios y obreros de la ciudad de Kanggye destacando que estos modernizaron la Fabrica de Alimentos Basicos y construyeron esta excelente Fabrica de Alimentos digna de enorgullecerse, cuyos procesos productivos fueron preparados satisfaciendo los requisitos cientifico–tecnicos.