sôfrego - ορισμός. Τι είναι το sôfrego
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sôfrego - ορισμός


sôfrego      
adj. (-c1543 cf. JFVascE)
1 (-1720) próprio do que come ou bebe com pressa ou avidez; voraz, esganado
apetite s. e voraz
2 p.ext. desejoso e impaciente pela posse ou realização de alguma coisa; insofrido, malsofrido, ansioso
com expressão s., esperava a leitura do testamento
-etim orig.contrv.; prov. relacionado com sofrer ; segundo Corominas, estaria relacionado com soprar , do lat. suffláre 'id.', pelo vulg. supplare , alt. que, segundo argumenta o autor, reaparece em vários der. e repercute em uma variação geral entre suffl- e suppl- em der. românicos; ver sofr- e inch- -sin/var ávido, impaciente, sequioso; ver tb. sinonímia de comilão e preocupado -ant ver antonímia de comilão
Sôfrego      
adj.
Apressado em comer ou beber.
Ávido.
Ambicioso.
Impaciente.
Sofregamente      
adv.
De modo sôfrego; com sofreguidão.
Ambiciosamente.