voluptuário - ορισμός. Τι είναι το voluptuário
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι voluptuário - ορισμός


voluptuário      
adj. (-1563-1572 cf. HPint) relativo a volúpia
1 que tende aos prazeres sensuais; voluptuoso
2 que proporciona prazer ou gozo, intelectual ou sensitivo
3 que aprecia o divertimento, o requinte, os prazeres
vida v.
4 que se faz por mero deleite ou divertimento, e não por necessidade
despesas v.
5 -dir.civ que visa ao mero deleite ou recreio, sem aumentar o uso habitual da coisa (diz-se de benfeitoria)
-etim lat. voluptuarìus,a,um 'voluptuoso'; ocorre tb. sob a f. volutuário ; a datação é para a acp. 'voluptuoso'
Voluptuário      
adj.
Relativo a volúpia.
Propenso à volúpia.
Que gosta de se divertir.
Relativo a divertimentos ou a despesas supérfluas.
Relativo a gozos moraes ou materiaes.
(Lat. "voluptuarius")
Voluptuariamente      
adv.
O mesmo que "voluptuosamente". Cf. Camillo, "Ôlho de Vidro", 69.
(De "voluptuário")