"warrant" - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

"warrant" - translation to ρωσικά

Warrant (американская группа); Warrant (группа, США)

"warrant"      
складочное свидетельство, закладная, варрант
"warrant"      
{m}
складочное свидетельство, закладная; варрант
warrant         
PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO DA WIKIMEDIA
Warrant (finanças)
складочное свидетельство, закладная, варрант

Ορισμός

warrant
(uórant) sm (ingl) Dir e Com Título nominativo e transmissível de garantia pignoratícia, que os Armazéns Gerais expedem sobre mercadorias neles depositadas.

Βικιπαίδεια

Warrant

Не путать с немецкой спид/трэш-метал группой Warrant

Warrant (читается: «уо́рэнт» — ордер, предписание  (англ.)) — американская глэм-метал-группа из Лос-Анджелеса, основанная в 1984 году вокалистом Адамом Шором и барабанщиком Максом Эшером.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για "warrant"
1. On Friday, a search warrant and arrest warrant were issued.
2. This may warrant rationalisation of smaller forces.
3. Pounders, who signed Williamss death warrant yesterday.
4. Related Articles Graft allegations warrant probe_(...COMMENTARIES...)
5. The government would then have three options: stop the surveillance, seek a warrant from the court, or come to Congress to explain why a warrant isn‘t possible.