безнаказанный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

безнаказанный - translation to πορτογαλικά


безнаказанный      
impune
безнаказанно      
impunemente
impune      
безнаказанный

Ορισμός

БЕЗНАКАЗАННЫЙ
остающийся без наказания.
Не пройдет безнаказанно (нареч.) что-н.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για безнаказанный
1. "Человек без тормозов", "абсолютно отмороженный", "безнаказанный" - подбирали слова мои собеседники.
2. Не забыть бы, именно 22 июня минувшего года бандиты совершили почти безнаказанный кровавый налет на Ингушетию.
3. Как ни крути, а Y совершил самосуд, причём, в отличие от Юрия Деточкина, заведомо безнаказанный.
4. А пока идет безнаказанный жестокий прессинг: оскверняют память погибших, не дают продохнуть живым так называемым негражданам.
5. Поэтому и наказания за "нырки" должны быть соответствующими - безнаказанный симулянт "нырять" не перестанет никогда.