браковать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

браковать - translation to πορτογαλικά


браковать      
rejeitar, seleccionar pela qualidade

Ορισμός

браковать
БРАКОВ'АТЬ, бракую, бракуешь, ·несовер.забраковать
), что.
1. Считать за брак, расценивать как брак (см. брак
2). Браковать товар.
2. перен., кого-что. Признавать негодным, отвергать. Браковать новобранцев при призыве на военную службу. Браковать стихи.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για браковать
1. "С каких это пор русские стали браковать наше вино?
2. - Не тяжело морально каждый год этим заниматься - искать, просеивать, браковать?
3. Просто фильм начинали цензуровать, браковать и "исправлять" уже на самых ранних стадиях.
4. Такое серьезное нарушение вынуждает экспертов браковать автоматом весь подписной лист или даже всю папку.
5. "Нанесешь чуть больше краски - и уже одни разводы, а браковать нельзя", - подчеркивает Баринова.