браковка - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

браковка - translation to πορτογαλικά

Бракодел; Браковка; Несоответствие; Брак (техника); Заводской брак

браковка      
selecçâo (f)

Ορισμός

браковка
ж.
Действие по знач. глаг.: браковать, браковаться.

Βικιπαίδεια

Производственный брак

Производственный брак — продукция, отбираемая на стадии производства, не удовлетворяющая установленным требованиям. Передача такой продукции потребителю не допускается из-за наличия дефектов.

ISO 9000 рекомендует использовать вместо «брака» понятие несоответствие.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για браковка
1. В Эйдкунене происходит перегрузка, браковка, подкармливание и дезинфекция, что дает значительные выгоды местным жителям в ущерб русским промышленникам и нашему пограничному населению.