вербовка - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

вербовка - translation to πορτογαλικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА

вербовка      
recrutamento (m) ; alistamento (m)
recrutamento forçado         
  • Caricatura britânica da ''press gang'' (1780)
насильственная вербовка; мобилизация
engajamento      
вербовка, наем на службу

Ορισμός

вербовка
ВЕРБ'ОВКА, вербовки, мн. нет, ·жен. Действие по гл. вербовать
.

Βικιπαίδεια

Вербовка

Вербовка — многозначное слово:

  • Вербо́вка — привлечение людей к военной службе.
  • Вербо́вка — привлечение к сотрудничеству со специальными органами.
  • «Ве́рбовка» — кустарное общество декоративного-прикладного искусства.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για вербовка
1. Как и вербовка сторонников среди неверующих россиян.
2. Главной целью акции была объявлена вербовка наблюдателей.
3. Было много успешных операций, вербовка ценных агентов.
4. Вербовка новых бойцов в Афганистане - не проблема.
5. Полная вербовка Туманова завершилась к 1'72 году.