доискаться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

доискаться - translation to πορτογαλικά


доискаться      
(отыскать) acabar por achar (por encontrar) ; (разузнать) descobrir , atinar , (com), chegar ao fundo (de)
averiguar a verdade      
доискаться правды
averiguar a verdade      
доискаться правды

Ορισμός

ДОИСКАТЬСЯ
1. разыскивая, найти.
Не могу д. ключей.
2. разузнать, выяснить.
Д. правды.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για доискаться
1. Доискаться до смысла которого, впрочем, тоже не представляется возможным.
2. Они всегда стремились доискаться, в чем корень зла.
3. Чего не скажешь о совокупных попытках кинематографистов доискаться до причин происшедшего.
4. В русской инсталляции все попытки французов доискаться до профита были безрезультатны.
5. Что же делать пострадавшим, есть ли хоть какой-то шанс доискаться правды?