дотаскивать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

дотаскивать - translation to πορτογαλικά


дотаскивать      
см. дотащить
дотягивать, дотянуть      
(дотаскивать) arrastar , puxar (até) ; (довести самолет, машину) fazer chegar (a) ; (добраться) (conseguir) alcançar, chegar a custo (a) ; (протянуть до какого-л места) prolongar até, estender até ; {перен.} (довести до конца) levar até (a)o fim ; (провести время до какого-л срока) passar um tempo até ; (выдержать) aguentar até ; (дожить) ir vivendo, viver até ; (оттянуть, замедлить) protelar , prorrogar , adiar

Ορισμός

дотаскивать
несов. перех.
1) С трудом доносить что-л. тяжелое до какого-л. места.
2) перен. разг. Медленно, с трудом довозить кого-л. до какого-л. места.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дотаскивать
1. Спасибо македонцам, которые позволили полутора оставшимся "креативным" игрокам "Локомотива" (Динияру Билялетдинову и отчасти Дмитрию Хохлову) хоть что-то до Сычева дотаскивать.