жаловать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

жаловать - translation to πορτογαλικά


жаловать      
doar , conferir , conceder ; (любить) gostar ; {устар.} (посещать) ir ter, visitar
agraciar      
даровать, жаловать, награждать, миловать, прощать, придавать грацию, придавать прелесть
colar III vt      

1) жаловать, награждать (чем-л);
2) получать степень, звание

Ορισμός

жаловать
несов. перех. и неперех.
1) разг. перех. Любить, проявлять расположение к кому-л., чему-л.
2) устар. Награждать чем-л., дарить что-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για жаловать
1. - Только тупица может не жаловать молодое поколение!
2. - А кто же, если серьезно, имеет право жаловать дворянство, титулы?
3. Поставили всех перед фактом: просим любить и жаловать.
4. А еще они любят жаловать с накачанного плеча на церкви.
5. Избирателям же Красноармейского проспекта есть, за что не жаловать власть.