завещать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

завещать - translation to πορτογαλικά


завещать      
testar , deixar em (por) testamento, legar ; (оставить в наследство) deixar em (como) herança
deixar em testamento      
завещать
deixar em testamento      
завещать

Ορισμός

завещать
ЗАВЕЩ'АТЬ, завещаю, завещаешь, ·совер. и ·несовер. (·книж. ).
1. что кому-чему. Сделать (делать) в завещании распоряжение о передаче имущества наследникам.
2. кому-чему, с ·инф. Выразить (выражать) предсмертную волю. Ученый завещал ученикам довести до конца предпринятое им исследование.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για завещать
1. КАК ЗАВЕЩАТЬ ПЕНСИЮ Говорят, что теперь можно завещать пенсионные накопления родным.
2. Когда есть что завещать, люди начинают думать о том, кому завещать.
3. Такое жилье можно продать, подарить, заложить, завещать.
4. Как завещать авторские права и банковские вклады?
5. Эти деньги Кудашева собиралась завещать своим родственникам.