изгнанник - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изгнанник - translation to πορτογαλικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ
Изгнанница

изгнанник      
exilado (m), desterrado (m), expatriado (m)
expatriado m      
экспатриированный; изгнанник
exilado m      
ссыльный; изгнанник

Ορισμός

изгнанник
м.
Тот, кто находится в изгнании (2) и лишен возможности жить на родине.

Βικιπαίδεια

Изгнанник

Изгна́нник:

  • «Изгнанник» (англ. An Outcast of the Islands) — роман Джозефа Конрада.
  • «Изгнанник» (англ. Last Exile; яп. ラストエグザイル) — научно-фантастический аниме-сериал.
  • «Изгнанник» (англ. Outcast of Redwall) — восьмая книга серии «Рэдволл».
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изгнанник
1. Впрочем, русский изгнанник ненавидел и Де Голля с Черчиллем.
2. Словом, гималайский изгнанник не исключает, что станет последним Далай- ламой.
3. Отечество славя свое,/ Ты тоже -- избранник, изгнанник, чернец, иностранец ее!"
4. Второй - разочаровавшийся, отчаявшийся, преданный изгнанник, - говорит Вячеслав Никифоров.
5. Журналисты Exile ("Изгнанник") составили комикс-путеводитель по Москве.