изыскать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изыскать - translation to πορτογαλικά


изыскать      
achar , encontrar
- Tenho procurado de todas as maneiras.      
- Я изыскала все способы.
изыскивать {книжн.}      
см. изыскать ; (исследовать) pesquisar , investigar

Ορισμός

изыскать
ИЗЫСК'АТЬ, изыщу, изыщешь, ·совер.изыскивать
), что (·книж., офиц.). Найти, отыскать, добиться чего-нибудь путем старательных поисков, усилий. Изыскать средства на постройку.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изыскать
1. То есть когда нельзя изыскать альтернативного участка.
2. Минсельхоз России обязан изыскать 116 млн. рублей.
3. Более непопулярного решения изыскать было трудно.
4. Изыскать средства на поддержку американской автомобильной промышленности!
5. Средства предполагается изыскать в бюджете 2008 года.