импровизированный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

импровизированный - translation to πορτογαλικά


импровизированный      
improvisado, improviso
assustado II m      
браз пляска, быстрый импровизированный танец
extemporâneo adj      

1) несвоевременный, неуместный;
2) неподготовленный, импровизированный

Ορισμός

импровизированный
ИМПРОВИЗ'ИРОВАННЫЙ, импровизированная, импровизированное; импровизирован, импровизирована, импровизировано (·книж. ).
1. прич. страд. прош. вр. от импровизировать
.
2. только ·полн. Сочиненный экспромтом; устроенный без предварительных приготовлений, наскоро. Импровизированное стихотворение. Импровизированная закуска.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για импровизированный
1. Импровизированный карантин в полуразвалившемся сарае.
2. Импровизированный митинг прервали те же омоновцы.
3. Его сменил импровизированный концерт Олбрайт и Примакова.
4. К счастью, мальчик угодил на импровизированный тент.
5. По окончании митинга состоялся импровизированный концерт.