лицемерка - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

лицемерка - translation to πορτογαλικά


лицемерка      
hipócrita (f)
hipócrita         
ATO DE FALAR O OPOSTO DO QUE SE FAZ
Hipócrita
лицемерный, лицемер, лицемерка
ханжа      
santarrão (m), santão (m) ; carola (m), (f) ; (лицемер, лицемерка) hipócrita (m) (f)

Ορισμός

лицемерка
ж.
Женск. к сущ.: лицемер.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για лицемерка
1. И эта лицемерка скверная будет здесь, с нами, а сама его убила, да, убила непониманием своим, злобой, корыстностью...
2. Надо было слышать, как ликовал зрительный зал, когда бедная приживалка, ханжа и лицемерка Глафира обвела вокруг пальца и окрутила-таки пожилого богатого господина.
3. "Дела поэта - ненависть к людям и жизни". Ахматова "ненавидела всех", "хотела быть подлее кегебешников"; у нее "лакейская гордость"; она "лицемерка", "грязная оборванная психопатка", "лгунья", "хамка", "завистница", "фальсификаторша", "приспособленка"; у нее "первое движение души - уничтожить, измазав в грязи"; в ней "рвачество, похабство, лесбиянство, лизоблюдство", "толстокожая расчетливость", "старушечий цинизм, неопрятный", "она готова продавать все: 37-й год, свою личную жизнь...