наковать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

наковать - translation to πορτογαλικά


наковать      
(изготовить в каком-л количестве) forjar (uma quantidade)

Ορισμός

НАКОВАТЬ
1. наготовить ковкой.
Н. заготовок.
2. приделать ковкой к поверхности чего-нибудь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για наковать
1. Выиграл два года, заплатив миллионами жизней, чтобы бабы, подростки и голодные инженеры в тылу успели (без денег, конечно, без денег!) наковать не писчебумажного, а настоящего оружия.
2. Человек, сумевший в целях покупки крутой тачки наковать совершенно неподъемную для среднестатистического россиянина сумму, и должен быть загружен по самое горло.
3. Новый альбом коллектива семейства бобовых Black Eyed Peas — это снаряд, пущенный вдогонку прошлогоднему прорывному диску "Elephunk" и призванный добить тех, кто еще не упал от восторга, и наковать как можно больше железа, пока горячо.