наладить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

наладить - translation to πορτογαλικά


наладить      
(исправить) consertar , acertar , pôr em ordem ; (отрегулировать) ajustar ; (устроить) organizar ; (муз. инструмент) afinar
entabular [estabelecer, promover] uma cooperação      
наладить сотрудничество
entabular [estabelecer, promover] uma cooperação      
наладить сотрудничество

Ορισμός

наладить
сов. перех. и неперех. разг.-сниж.
1) Начать повторять одно и то же; заладить.
2) см. также налаживать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για наладить
1. Необходимо наладить деревообрабатывающее производство.
2. Он также призвал наладить связи с Туркменистаном: "Правительства могут теперь наладить отношения с новым правительством Туркменистана.
3. Соответственно, легче было наладить тренировочный процесс, дисциплину, создать нормальную рабочую атмосферу, наладить личные взаимоотношения.
4. Серьезно говоря, наладить бы мне здесь дело, наладить процесс строительства филиала и свалить.
5. Хозорганы предлагали наладить переподготовку безработных.