неходовой - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

неходовой - translation to πορτογαλικά


неходовой      
(не имеющий спроса) que não tem procura
estoque de movimentação lenta      
{Bras.} неходовой запас
estoque de movimentação lenta      
(Браз.) неходовой запас

Ορισμός

неходовой
прил.
1) Такой, который не может самостоятельно двигаться (о неисправных автомобилях, мотоциклах и т.п.).
2) Не имеющий постоянного спроса.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για неходовой
1. В нагрузку неходовой товар, который заставляли покупать вместе с ходовым.
2. НАТО - "неходовой товар" Дукан Мухаммеда Акбара - не исключение.
3. А вообще контроллеры сейчас - неходовой товар: их теперь делать научились, ломаются они реже.
4. Как известно, самый дорогой и неходовой товар раскладывают ближе всего ко входу, на уровне глаз покупателя.
5. Правда, с этикой тут явные проблемы, но этика в России -товар неходовой.