отстающий - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отстающий - translation to πορτογαλικά


отстающий      
atrasado, em atraso
improficiente adj      
неуспевающий, отстающий
elo perdido         
PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO
Elo perdido; O Elo Perdido
недостающее звено

Ορισμός

отстающий
1. м. разг.
1) Тот, кто оказался позади.
2) Тот, кто не успевает за другими.
3) Тот, кто развивается медленнее, кто ниже других по уровню развития.
2. прил.
Из прич. по знач. глаг.: отставать (3).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отстающий
1. Отстающий, если не сказать безобразный, полк был.
2. Теперь на отстающий участок брошен Александр Гордон.
3. Самый отстающий проект на бумаге, но самый перспективный",—продолжает Макиенко.
4. Ближайший преследователь - "Старт", отстающий от соперников на ' очков.
5. Порекомендуйте его в другой, например отстающий или новый, отдел руководителем.