пыхать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

пыхать - translation to πορτογαλικά


пыхать      
arder ; chamejar

Ορισμός

пыхать
П'ЫХАТЬ, пышу, пышешь, и пыхаю, пыхаешь, ·несовер., чем (·разг. ).
1. (пышу и, ·прост., пыхаю; ·совер. пыхнуть). Дышать, обдавать жаром, быть жарким. Печь пышет жаром. "Пыхая сбиваемым книзу от мороза паром, прокатился паровоз." Л.Толстой. "Сердце пышет все боле и боле, точно уголь в груди я несу." Фет.
| (пыхаю; ·совер. пыхнуть). Выпускать воздух, отдуваться, пыхтеть. "Дня два питался белыми круглыми грибками, которые потом, созревая, пыхают под ногами." Пришвин.
2. (пышу; ·совер. нет) перен. Быть блестящим, румяным, отражая внутреннее благополучие (о внешнем виде человека). Щеки пышут здоровьем. Весь он пышет весельем.