разгромить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

разгромить - translation to πορτογαλικά


разгромить      
derrocar , derrotar , destroçar , desbaratar ; (разрушить) derrubar , arrasar ; (опустошить) devastar
rechaçar o inimigo      
разгромить врага
rechaçar o inimigo      
разгромить врага

Ορισμός

разгромить
сов. перех.
1) а) Разорить, опустошить.
б) Превратить в развалины; разрушить.
в) перен. разг. Разогнать, уничтожить (какую-л. организацию).
2) а) Уничтожить в бою или в результате борьбы.
б) перен. Нанести поражение кому-л., доказав ложность, ошибочность чьих-л. взглядов, убеждений.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για разгромить
1. Полностью разгромить войско Трубецкого ему не удалось.
2. - Командование "Северных" принимает решение разгромить конвой.
3. Малиновский) разгромить советские войска в Донбассе.
4. Надо разгромить коррупцию и придавить преступность.
5. Однако сомневаюсь, что им удастся разгромить дальневосточников.