разыскать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

разыскать - translation to πορτογαλικά


разыскать      
encontrar , achar , descobrir
раскопать      
alargar cavando ; (произвести раскопки) escavar , fazer escavações ; (разыскать) desenterrar , descobrir
obtiver      
вот бы мне добыть (разыскать, достать) (буд. время сослаг. накл.)

Ορισμός

разыскать
сов. перех.
см. разыскивать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για разыскать
1. Сотрудникам милиции удалось разыскать и задержать грабителя.
2. Разыскать представителей ООО "Ведомостям" не удалось.
3. Разыскать вице-президента ЮКОСа оперативникам было несложно.
4. Краснова, можно разыскать родственников вдовы писателя - Н.А.
5. Однако разыскать переводчицу долгое время не удавалось.