распорядиться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

распорядиться - translation to πορτογαλικά


распорядиться      
(приказать) dar ordens, ordenar , mandar ; (деньгами, временем и т.п.) dispor de, empregar
dar voz de prisão      
распорядиться задержать, распорядиться об аресте
dar voz de prisão      
распорядиться задержать, распорядиться об аресте

Ορισμός

РАСПОРЯДИТЬСЯ
1. То же, что приказать.
Директор распорядился о чем-н.
2. позаботиться об устройстве, использовании, применении чего-нибудь.
Р. отпущенными суммами.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για распорядиться
1. Распорядиться бы только неграмотней, поразумней...
2. Как планируете распорядиться высвободившимися средствами?
3. Если, конечно, правильно распорядиться возможностями...
4. Главное - правильно распорядиться подарком судьбы.
5. Стрельцы должны правильно распорядиться информацией.