рыскать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

рыскать - translation to πορτογαλικά


oscilar      
рыскать
рыскать      
furoar , buscar ; (слоняться) vaguear ; {мор.} guinar , dar guinadas
oscilar      
рыскать

Ορισμός

рыскать
Р'ЫСКАТЬ, рыскаю, рыскаешь, и рыщу, рыщешь, ·несовер.
1. Торопливо ходить, бегать, блуждать без строго определенной цели, но в надежде найти что-нибудь нужное. "Степью рыщут волки." Некрасов. "Около тех мест голодный рыскал волк." Крылов. Гончие рыщут или рыскают. "Вот рыскают по свету, бьют баклуши." Грибоедов. "Полно вам по свету рыскать." Пушкин.
2. Искать в чем-нибудь (·прост. ·фам. ). Рыскать по карманам.
3. Плыть по течению, маневрировать, применяя разные способы (шест, парус, якорь), чтобы удержаться на фарватере (мор.).
4. (·совер. рыскнуть). О парусном судне - поворачиваться носом к ветру (мор.).