самоуверенный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

самоуверенный - translation to πορτογαλικά


самоуверенный      
seguro de si, confiante em si ; (самонадеянный) presunçoso
самоуверенно      
com confiança em si ; (самонадеянно) presunçosamente
confiado      
доверчивый, (разг.) самонадеянный, самоуверенный

Ορισμός

САМОУВЕРЕННЫЙ
слишком уверенный в самом себе, в своей непогрешимости.
С. юноша. С. тон. Держаться самоуверенно (нареч.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για самоуверенный
1. Самоуверенный очень, прямолинейный, никакой хитрости.
2. Вдобавок – весьма самоуверенный и общественно активный.
3. На картинке -элегантный, немного самоуверенный человек.
4. Для многих мужчин самоуверенный взгляд - символ самоутверждения.
5. "Достаточно самоуверенный, наглый тип, - рассказывает Чижова.