узреть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

узреть - translation to πορτογαλικά


узреть      
ver ; (усмотреть) perceber , avistar
8 Bem-aventurados os limpos de coração, porque eles verão a Deus;      
8 Блаженны чистые сердцем, ибо они Бога узрят.
64 Disse-lhe Jesus: Tu o disseste; digo-vos, porém, que vereis em breve o Filho do homem assentado à direita do Poder, e vindo sobre as nuvens do céu.      
64 Иисус говорит ему: ты сказал; даже сказываю вам: отныне узрите Сына Человеческого, сидящего одесную силы и грядущего на облаках небесных.

Ορισμός

УЗРЕТЬ
1. разг. шутл. увидеть, усмотреть.
2. см. ЗРЕТЬ
II.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για узреть
1. "И что следует узреть?!" - мрачно поинтересовалась я.
2. Присмотритесь, в них нетрудно узреть человеческое подобие.
3. Чтобы узреть, достаточно зайти в любой супермаркет.
4. Типичная russian dream - узреть на песке Мадонну.
5. Ведь это хуже, чем в постели чужую вдруг узреть жену!