уклончивый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

уклончивый - translation to πορτογαλικά


уклончивый      
evasivo, reticente
уклончиво      
evasivamente
evasivo adj      
уклончивый

Ορισμός

УКЛОНЧИВЫЙ
уклоняющийся от чего-нибудь, непрямой, лишенный искренности.
У. ответ.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για уклончивый
1. "Дружба!" - прозвучал дипломатичный и несколько уклончивый ответ.
2. Жадный, щедрый, красивый, уродливый, прямой, резкий, уклончивый...
3. - Это не исключено, -- последовал из недр уклончивый ответ.
4. Не приблизительный, не уклончивый, а именно определенный, обязывающий.
5. И снова получили уклончивый ответ: "Деньги - не главное.