укороченный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

укороченный - translation to πορτογαλικά


укороченный      
encurtado ; (сокращенный) abreviado
abreviado         
FORMA ABREVIADA DE UMA PALAVRA OU EXPRESSÃO
Abreviaturas; Abreviação; Abreviado
сокращенный, укороченный
cicloide encurtada      
укороченная циклоида

Ορισμός

укороченный
УКОР'ОЧЕННЫЙ, укороченная, укороченное; укорочен, укорочена, укорочено. прич. страд. прош. вр. от укоротить
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για укороченный
1. Все старались попасть на укороченный одногодичный срок.
2. Сначала ему удался суперсложный укороченный удар.
3. - В прежние годы у футболистов "Локо" случался укороченный отпуск.
4. А молодым мамам, возможно, установят укороченный рабочий день.
5. Слушания этого дела стараются провести в укороченный срок.