упереться - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

упереться - translation to


запереться      
fechar se ; trancar-se ; enclausurar-se ; (не сознаться) (obstinar-se a) negar
опереться      
apoiar-se ; (взять за основу) basear-se ; (найти поддержку) apoiar-se
отпереться      
(открыться) abrir-se, descerrar-se ; (не сознаться) negar ; (отказаться от своих слов) desdizer-se, retractar-se

Ορισμός

упереться
1. сов. разг.-сниж.
Уйти, удалиться.
2. сов.
см. упираться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για упереться
1. После долгожданной первой победы "Москва" должна упереться.
2. Нужно еще раз поднапрячься, упереться, мобилизоваться...
3. Однако хороший закон может упереться в непродуманные механизмы реализации.
4. Увы, хороший закон может упереться в отсутствие механизмов его реализации.
5. Соответственно все снова может упереться во взаимоотношения промоутеров и телевидения.