упираться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

упираться - translation to πορτογαλικά


упираться      
resistir
teimar como uma mula      
упираться как бык (баран)
teimar como uma mula      
упираться как бык (баран)

Ορισμός

УПИРАТЬСЯ
2. (1 и 2 л. не употр.) (разг.) находить себе препятствие в чем-нибудь.
Дело упирается в нехватку материалов.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για упираться
1. Медведица начала упираться, и Александру пришлось практически волоком тащить ее.
2. - Я бы не стал упираться в манипулирование абсолютными цифрами.
3. Думал, если с плаванием не получится – не стану упираться.
4. Какой смысл упираться, если начальник не хочет с тобой работать?
5. Приходится упираться руками в руль, а левой ногой - в пол.