фаянсовый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

фаянсовый - translation to πορτογαλικά


фаянсовый      
de faiança
louça de faiança      
фаянсовая посуда
vasilha de louça      
фаянсовый сосуд

Ορισμός

фаянсовый
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: фаянс, связанный с ним.
2) Свойственный фаянсу, характерный для него.
3) Идущий на изготовление фаянса (2).
4) Сделанный, изготовленный из фаянса (1).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για фаянсовый
1. Калинина, "Сатурн", "Сельмаш", Фарфоро-фаянсовый, Фармацевтическая фабрика и др.
2. Чайник, фарфоровый или фаянсовый, обязательно должен быть нагретым.
3. Фаянсовый прослужит 30-40 лет, фарфоровый - около полувека.
4. Конечно, здесь были и Фаянсовый лев, и добрая змея.
5. Однако основной путь развития биде все-таки фаянсовый, под домашние условия.