Imune (animal que possui imunidade) - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Imune (animal que possui imunidade) - translation to ρωσικά

Aloimune; Alo-imune; Alo-imunidade

Imune (animal que possui imunidade)      
иммунный (обладающий иммунитетом)
imunidade tributária         
налоговый иммунитет
imunidade tributária         
налоговый иммунитет

Ορισμός

Imunidade
f.
Isenção de algum encargo.
Privilégio.
Predisposição orgânica, pela qual alguns indivíduos estão isentos de moléstias que atacam outros, colocados em meio idêntico.
(Lat. immunitas)

Βικιπαίδεια

Aloimunidade

Aloimunidade é a propriedade imune que um organismo adquire contra células de outros organismos da mesma espécie. Isto pode ocorrer num recipiente após alotransplante (transfusão de fluídos como sangue ou plasma ou transplante de órgãos, células e tecidos provenientes de um indivíduo geneticamente diferente) ou no feto depois dos anticorpos maternais passarem pela placenta até ao feto (como no caso da eritroblastose fetal).

Não confundir com autoimunidade, que é quando o organismo ataca as células do próprio organismo.