buril pneumático - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

buril pneumático - translation to

PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO
Pneumatico

pneumático         
пневматический, воздушный
pneumático         
пневматический, воздушный, авто., браз. шина
pneumático         
пневматический, воздушный; {m} (авто., браз.) шина

Ορισμός

pneumático
adj (gr pneumatikós)
1 Relativo ao ar e aos gases.
2 Relativo à pneumática.
3 Movido ou acionado por ar comprimido: Ferramenta pneumática.
4 Biol Caracterizado por cavidades cheias de ar: Ossos pneumáticos. sm Coberta externa, de borracha e tecido, da câmara-de-ar da roda de um veículo
P. balão: pneumático de estrutura leve e flexível, com seção transversal grande, para prover um amortecimento de choques por grande volume de ar a baixa pressão.

Βικιπαίδεια

Pneumático


Pneumático, Pneumáticos, Pneumática ou Pneumáticas pode referir-se a:

  • Pneu
  • Pneumática

Ou ainda:

  • Osso pneumático
  • Sistema de transporte pneumático