cuspir - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

cuspir - translation to ρωσικά

ATO DE EXPELIR SALIVA OU OUTRO LÍQUIDO DA BOCA
Cuspe

cuspir         
плеваться, плюнуть, оплевывать (перен.), выплевывать, плевать, (перен.) сыпать, изрыгать, (перен.) пренебрегать
выплюнуть      
cuspir
плюнуть      
cuspir , dar uma cuspida

Ορισμός

Cuspir
v. t.
Expellir da boca.
Vomitar, lançar.
Dirigir contra alguém.
Lançar em rosto: cuspir afrontas.
Arremessar.
Lançar de si.
Fazer resair.
V. i.
Salivar, deitar cuspo para fóra da boca.
Dirigir ultraje.
(Do lat. conspuere)

Βικιπαίδεια

Cuspir

O termo cuspir refere-se à prática de expelir pela boca algum líquido qualquer, especialmente a saliva e o catarro, muito embora tal prática seja vista como desrespeitosa em diversos países. Na Inglaterra, a subprefeitura de Waltham Forest passou a cobrar multas em 2013 de quem cuspir ou urinar nas ruas. Na China, por sua vez, tal medida veio às vésperas das Olimpíadas de 2008, quando houve um grande esforço para melhorar a imagem de Pequim.