orçar - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

orçar - translation to ρωσικά

Orçar

orçar         
увалиться под ветер, спуститься под ветер; держаться по ветру
orçar         
увалиться под ветер, спуститься под ветер, держаться по ветру
orçar         
(em) измеряться в (о сумме денег)

Ορισμός

orçar
(ital orzare) vtd
1 Fazer o orçamento de; calcular, computar, estimar: Orçamos as despesas mensais. Orçou em dez milhões o custo das obras. vti
2 Ter ou ser aproximadamente: Orçava o garoto por seus 11 anos. ''Guiados pelo velho solitário, que orçava, nesse tempo, dos sessenta anos'' (Euclides da Cunha). vti
3 Aproximar-se de, tocar os limites de: Orça a biblioteca por dez mil volumes. Introversão excessiva, que orçava pela esquizofrenia. vti
4 Correr parelhas; estar quase em paralelo: Em arrogância orçava o militar pelo político
(orça+ar2) vint Náut
1 Ir à orça ou a bolina; aproximar-se o mais possível do vento.
2 Proejar.

Βικιπαίδεια

Orçada

Na vela orçar corresponde a aproximar a proa da linha (direcção) do vento, e é o oposto de arribar.

Ver explicação, com esquemas, de orçar e arribar em mareação