suspendido - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

suspendido - translation to ρωσικά


suspendido      
подвешенный, подвесной, находящийся во взвешенном состоянии, взвешенный (напр., о дисперсной фазе)
suspendido      
см. "suspenso"
suspendido      
см. suspenso

Ορισμός

suspendido
adj (part de suspender)
1 Que se suspendeu.
2 Suspenso.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για suspendido
1. En agosto, el gobierno boliviano anunció que el proceso de nacionalización sería "suspendido temporalmente" debido a escasez de recursos.
2. Por años, individuos dentro de la OEA han intentado promover lo que podría llamarse un acercamiento más progresista a Cuba, país que fue suspendido de la OEA en 1'62.
3. Nos vemos obligados a cuestionar el intento de tal farsa que van a armar las autoridades surcoreanas en el tiempo en que el Norte y el Sur, a base del espiritu de la Declaracion Conjunta del 15 de Junio, han suspendido todas las difamaciones y calumnias y eliminado por completo en la region de la Linea de Demarcacion Militar todos los medios propagandisticos contra la contraparte.