бесовский - ορισμός. Τι είναι το бесовский
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι бесовский - ορισμός


бесовский      
БЕС'ОВСКИЙ, бесовская, бесовское (церк.). прил. к бес
. Бесовское наваждение.
бесовский      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: Бес, связанный с ним.
2) Свойственный Бесу, характерный для него.
БЕСОВСКИЙ      
см. БЕС
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бесовский
1. Произвольный танец, "бесовский", просто шикарный.
2. Их "бесовский" танец чуть недобрал искрометности, чуть безукоризненности.
3. Так что вилка, указывали они, тем более бесовский инструмент.
4. Народ на Руси воспринимал рог как "бесовский" инструмент.
5. А бесовский "псевдорелигиозный обряд", о котором идет речь, - ежегодный праздник Бабы- яги.
Τι είναι бесовский - ορισμός