выключаться - ορισμός. Τι είναι το выключаться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι выключаться - ορισμός


выключаться      
несов.
1) Переставать действовать; отключаться.
2) а) перен. разг. Исчезать.
б) Переставать замечать окружающее, отвлекаться от каких-л. мыслей, занятий и т.п.
3) Страд. к глаг.: выключать.
выключаться      
ВЫКЛЮЧ'АТЬСЯ, выключаюсь, выключаешься, ·несовер.
1. ·несовер. к выключиться
(тех.).
2. страд. к выключать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για выключаться
1. Способность мгновенно включаться и выключаться - хорошее качество.
2. Пониженная передача отказалась вовремя включаться и выключаться.
3. По предписанию энергетиков насосы должны выключаться.
4. Из-за этого могут активироваться одни гены и выключаться другие.
5. То свет начинал шалить - включаться и выключаться без нашей помощи.
Τι είναι выключаться - ορισμός