Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
2. (·несовер. нет) ·без·доп. Делать выпады, фехтуя (спорт.).
выпадать
несов. неперех.
1) а) Падать откуда-л. из-за непрочного положения, толчка и т.п.).
б) перен. разг. Падать, вылезать (о зубах, волосах, перьях и т.п.).
2) а) Выделяться из атмосферы, падая на землю (об осадках).
б) Выделяться в виде осадка при химических реакциях.
3) а) перен. Переставать быть составной частью чего-л.; исчезать.
б) Утрачиваться в силу каких-л. фонетических законов (о звуках речи).
4) а) перен. разг. Переставать участвовать в каком-л. деле, занятии и т.п.; выбывать.
б) Утрачивать слаженность, контакт с кем-л., чем-л.
5) перен. Заметно отличаться от чего-л., не соответствовать кому-л., чему-л., выделяться среди кого-л., чего-л.
6) а) перен. Приходиться, доставаться кому-л.
б) разг. Предстоять, предназначаться (при гадании, метании жребия и т.п.).
7) а) перен. разг. Случаться, наступать в чьей-л. жизни (о времени, поре и т.п.); выдаваться.
б) Приходиться.
в) Оказываться каким-л. (о времени года, суток).