жуликоватый - ορισμός. Τι είναι το жуликоватый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι жуликоватый - ορισμός


ЖУЛИКОВАТЫЙ      
1. свойственный жулику, подозрительный.
Ж. вид.
2. склонный к жульничеству, мошенничеству.
Ж. человек.
жуликоватый      
прил. разг.
1) Склонный к плутовству, мошенническим поступкам.
2) Свойственный жулику; подозрительный.
жуликоватый      
ЖУЛИКОВ'АТЫЙ, жуликоватая, жуликоватое; жуликоват, жуликовата, жуликовато (·разг. ). Склонный к плутовству, мошенническим поступкам. Жуликоватый человек.
| Свойственный жулику, подозрительный. Жуликоватый вид.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για жуликоватый
1. Самый привлекательный персонаж фильма - жуликоватый школьный физрук.
2. Швейк - жуликоватый и плутоватый, а Чонкин - простодушный.
3. Причина совершенно банальна - вывод активов и жуликоватый менеджмент.
4. Всю слюду, устилавшую грани пирамиды, жуликоватый Батрес продал.
5. Жуликоватый Федор домогается ее расположения, да так ничего не добивается.
Τι είναι ЖУЛИКОВАТЫЙ - ορισμός