изведывать - ορισμός. Τι είναι το изведывать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι изведывать - ορισμός


изведывать      
ИЗВ'ЕДЫВАТЬ, иведываю, иведываешь (·книж. ·устар. ). ·несовер. к изведать
.
изведывать      
ИЗВЕДЫВАТЬ, изведать что, узнавать, дознавать. -ся, вызнавать, доходить, доискиваться; испытывать, познавать на деле. Не изведывай будущего. Не изведав броду, не суйся в воду. Не изведав горя, не узнаешь радости. Не изведан - друг, а изведан - два. Изведан друг, куль соли вместе съевши. -ся, быть изведываему. Изведыванье ср., ·длит. изведанье ·окончат. извед муж. изведка жен., ·об. действие по гл. Изведыватель, изведатель, изведчик муж. -чица жен. кто изведывает или изведал что-либо. Изведчиков, -чицын, ему, ей принадлежащий
изведывать      
несов. перех.
1) а) Узнавать на собственном опыте.
б) перен. Ощущать, переживать (какое-л. душевное состояние).
2) Познавать, постигать.
Τι είναι изведывать - ορισμός