исцарапывать - ορισμός. Τι είναι το исцарапывать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι исцарапывать - ορισμός


исцарапывать      
ИСЦАРАПЫВАТЬ, исцарапать что, издирать поверхностно, наделать царапин, избороздить; исшаркать. Кошка исцарапала ребенка. Столик мой весь исцарапали. Бежит свинья из Саратова, вся исцарапана. терка. -ся, страд., ·возвр. и взаимн. по смыслу. Исцарапыванье ср., ·длит. исцарапанье ср., ·окончат. исцарапка жен., ·об. действие по гл.
исцарапывать      
ИСЦАР'АПЫВАТЬ, исцарапываю, исцарапываешь. ·несовер. к исцарапать
.
исцарапывать      
несов. перех.
Покрывать царапинами; делать царапины на чем-л.
Τι είναι исцарапывать - ορισμός