калевать - ορισμός. Τι είναι το калевать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι калевать - ορισμός


калевать      
несов. перех.
Выстрагивать что-л. калёвкой (3).
калевать      
КАЛЕВ'АТЬ, калюю, калюешь, ·несовер., что (·стол. ). Выстрагивать что-нибудь калевкой.
калевать      
что, столяр, дорожить, выбирать стругом карнизы, уступы, бороздки. -ся, быть калюему. Калеванье ср., ·длит. калевка жен., ·об. действие по гл.
| Калевка также уступчатый, выбирной рубанок, для карнизов, и
| кромка им выстроганная. Оконные переплеты и филенчатые двери отбираются или выхаживаются калевками. Калевочный, к калевке относящийся. Калевщик муж. кто тянет, выбирает карниз калевкою. Каля жен. карнизик, выбранная калевкою полоска, панелька, штаб.
Τι είναι калевать - ορισμός